λαρισαϊκός

λαρισαϊκός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λάρισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λάρισα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαρισαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει στη Λάρισα ή προέρχεται από αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • AEL 1964 — AEL Larissa AEL Larissa Siège …   Wikipédia en Français

  • AEL Larisa — AEL Larissa AEL Larissa Siège …   Wikipédia en Français

  • AEL Larissa — Infobox club sportif AEL Larissa …   Wikipédia en Français

  • λαρισινός — ή, ό [Λάρισα] 1. λαρισαϊκός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λαρισινός, η Λαρισινή Λαρισαίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”